- ἐξαίρεσις
- ἐξαίρεσιςtaking outfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαιρέσει — ἐξαίρεσις taking out fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαιρέσεϊ , ἐξαίρεσις taking out fem dat sg (epic) ἐξαίρεσις taking out fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέσεις — ἐξαίρεσις taking out fem nom/voc pl (attic epic) ἐξαίρεσις taking out fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέσεσιν — ἐξαίρεσις taking out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέσιος — ἐξαίρεσις taking out fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίρεσιν — ἐξαίρεσις taking out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
ἐξαιρέσεων — ἐξαιρέσεω̆ν , ἐξαίρεσις taking out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέσεως — ἐξαιρέσεω̆ς , ἐξαίρεσις taking out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)